Τα Χριστούγεννα του 1914, πέντε μήνες μετά την έναρξη του
Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ομάδες γερμανικών και βρετανικών στρατευμάτων κατά
μήκος των βελγικών και γαλλικών συνόρων κατέβασαν τα όπλα και κράτησαν
ανεπίσημες εκεχειρίες. Τραγούδησαν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα στα χαρακώματα
την παραμονή των Χριστουγέννων, και την ημέρα των Χριστουγέννων, μερικοί ήταν
αρκετά γενναίοι για να περπατήσουν στη ουδέτερη περιοχή και να συναντήσουν τους
εχθρούς τους από κοντά.
Υπάρχουν φωτογραφίες που θυμίζουν εκείνη την ημέρα, όπως υπάρχουν
και επιστολές από ανώτερους αξιωματικούς, που διέταζαν τους άνδρες τους να μην συναντηθούν
με τον εχθρό. Αλλά οι στρατιώτες δεν υπάκουσαν τις εντολές. Έσφιξαν τα χέρια
και αντάλλαξαν τσιγάρα και γλυκίσματα. Έθαψαν τους νεκρούς τους μαζί, περισυνέλλεξαν
τα πτώματα που ήταν παγιδευμένα ανάμεσα στις δύο γραμμές και που ήταν πολύ
επικίνδυνο να μετακινηθούν κατά τη διάρκεια της μάχης. Η ανάπαυλα από την
αιματοχυσία που επέλεξαν αυτοί οι στρατιώτες ήταν σύντομη, και μέσα σε λίγες
μέρες είχαν επιστρέψει στα χαρακώματα τους και στη μάχη.
Θυμόμαστε εκείνη την ημέρα από βιβλία, ντοκιμαντέρ και ταινίες, γιατί, έναν αιώνα αργότερα, εξακολουθεί να προσφέρει ελπίδα ότι
ακόμη και στις πιο σκοτεινές μας ώρες, η κοινή μας ανθρωπιά υπερτερεί του χειρότερου
μας εαυτού. Η ελπίδα επικρατεί, η καλοσύνη θριαμβεύει - έστω και για λίγο.
Αλλά υπάρχει μια άλλη, λιγότερο αισιόδοξη χριστουγεννιάτικη
ιστορία από τον Μεγάλο Πόλεμο, που υπονομεύει την ελπίδα που προσφέρει η
ιστορία του 1914. Συνέβη τέσσερα χρόνια αργότερα, μόλις εβδομάδες μετά την
παράδοση των Γερμανών. Μέχρι τότε, περίπου 20 εκατομμύρια στρατιώτες και
πολίτες από όλες τις πλευρές είχαν σκοτωθεί στις μάχες και σαν παράπλευρες
απώλειες, όπως ο λιμός στη Γερμανία που προκλήθηκε από τον αποκλεισμό των
Συμμάχων. Η σκληρή αλλά αποτελεσματική στρατηγική υποστήριζε ότι η στέρηση
τροφίμων στους αμάχους, θα υποβοηθούσε τη δημόσια δυσαρέσκεια και θα επιτάχυνε
την λήξη του πολέμου.
Όταν οι Γερμανοί αντιπρόσωποι υπέγραψαν την ανακωχή στις 11
Νοεμβρίου 1918, ζήτησαν από τους Συμμάχους να άρουν τον αποκλεισμό, ο οποίος διετηρείτο
κυρίως από τη Βρετανία και εποπτευόταν από μια διακρατική ομάδα, το Διασυμμαχικό
Συμβούλιο Αποκλεισμού. Οι άμαχοι στη Γερμανία πεινούσαν και η γρίπη είχε
σκοτώσει πολλούς. Οι Σύμμαχοι συμφώνησαν να «εξετάσουν τον επισιτισμό της
Γερμανίας», αλλά δεν θα συμφωνούσαν να άρουν τον αποκλεισμό εκείνη τη στιγμή.
Στα τέλη Δεκεμβρίου, ο χειμώνας είχε έρθει, τα Χριστούγεννα
πλησίαζαν αλλά ακόμα δεν είχε επιτραπεί η εισαγωγή τροφίμων στη Γερμανία. Η
τελική ειρήνη δεν είχε ακόμη υπογραφεί και ορισμένοι ηγέτες των Συμμάχων εφοβούντο
ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν τις εχθροπραξίες. Και υπήρχαν πολλοί
πεινασμένοι έξω από τη Γερμανία: Γιατί να ταΐζονται οι εχθροί, πριν φροντίσουν
τους συμμάχους και τους ουδέτερους; Ειδικά όταν τόσα πολλά από τα δικά τους
βάσανα και η πείνα ήταν άμεσο αποτέλεσμα της γερμανικής επιθετικότητας;
Ενώ η εκδικητικότητα εναντίον της Γερμανίας ήταν μεγάλη,
υπήρχαν ακόμα εκείνοι που ήθελαν να τους βοηθήσουν. Ο Πρόεδρος Woodrow Wilson
έστειλε μια επιστολή στους άλλους κορυφαίους ηγέτες των Συμμάχων στις 15
Δεκεμβρίου, ζητώντας τους να χαλαρώσουν τον αποκλεισμό και να επιτρέψουν στις
ουδέτερες χώρες να παρέχουν τρόφιμα στους εχθρούς.
Την ίδια στιγμή, ο μελλοντικός πρόεδρος Χέρμπερτ Χούβερ,
τότε υπεύθυνος για την αμερικανική επισιτιστική βοήθεια στην Ευρώπη, επινόησε
ένα σχέδιο εξαγωγής χοιρινού κρέατος στη Σκανδιναβία. Δεδομένου ότι δεν θα
υπάρχουν νομικοί περιορισμοί στην επανεξαγωγή, θα μπορούσε στη συνέχεια να
αποσταλεί στη Γερμανία.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, οι συμμαχικές κυβερνήσεις
ενέκριναν το αίτημα του Ουίλσον μέσω του συμβουλίου αποκλεισμού και την ημέρα
των Χριστουγέννων ο Χούβερ έγραψε στον Άιρα Μόρις, τον Αμερικανό πρεσβευτή στη
Σουηδία, με την είδηση: «Είναι η πρώτη μας κίνηση προς τροφοδοσία της
Γερμανίας».
Φάνηκε, για μια στιγμή, ότι το πνεύμα του 1914 είχε
επιστρέψει - δύο πλευρές, τυπικά ακόμη σε πόλεμο, ξαναβρήκαν την κοινή τους
ανθρωπιά.
Στην πραγματικότητα όμως συνέβη το αντίθετο. Μέσα σε λίγες
μέρες, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι άλλαξαν γνώμη και ακύρωσαν τη συμφωνία πριν
προλάβει να ξεκινήσει. Οι ακριβείς λόγοι είναι άγνωστοι, αλλά δεν είναι δύσκολο
να τους φανταστούμε: Οι σύμμαχοι, ειδικά η Γαλλία και η Βρετανία, ήταν απλώς
πολύ χολωμένοι από τον πόλεμο και δεν μπορούσαν να δουν τους Γερμανούς, ακόμη
και τα παιδιά και απλούς πολίτες, σαν οτιδήποτε άλλο εκτός από εχθρό. Η ίδια
επιθυμία για τιμωρία της Γερμανίας ήταν φανερή στην διατύπωση του κειμένου της
Συνθήκης των Βερσαλλιών, αρκετούς μήνες αργότερα.
Σαν συνέπεια, πολλές χιλιάδες Γερμανοί πέθαναν εκείνο τον
χειμώνα, άνθρωποι που θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν είχαν επικρατήσει ο Wilson
και ο Hoover. Ο αποκλεισμός των τροφίμων άρθηκε μόνο στις 12 Ιουλίου 1919, αφού
η Γερμανία είχε υπογράψει τη συνθήκη των Βερσαλλιών.
Το συμπέρασμα είναι απλό. Δεν μας καθοδηγεί καμιά ανώτερη
δύναμη, τα Χριστούγεννα ή οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Εμείς επιλέγουμε. Δεν υπήρχε
τίποτα προκαθορισμένο για την εκεχειρία των Χριστουγέννων του 1914 - ή, εν
προκειμένω, για την επέκταση του αποκλεισμού του 1918.
Αν η ιστορία των Χριστουγέννων του 1914 μας υπενθυμίζει τη
σημασία του να επιλέγουμε να παραβλέπουμε την πρόσκαιρη εχθρότητα μας, η
ιστορία των Χριστουγέννων του 1918 μας υπενθυμίζει πόσο δύσκολο μπορεί να είναι
αυτό, ειδικά όταν απαιτεί συμπόνια – την πιο όμορφη αρετή όταν την λαμβάνεις, αλλά
και αυτή που είναι το πιο δύσκολο να δώσεις.
Mary
Elizabeth Cox
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου